- ἑτεροζυγοῦντες
- ἑτεροζυγέωdraw unequallypres part act masc nom/voc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ετεροζυγώ — ἑτεροζυγῶ, έω (ΑΜ) [ετερόζυγος] μσν. διαφωνώ αρχ. 1. (για ζώα) α) είμαι ετερόζυγος, είμαι ζευγμένος με ζώο άλλου είδους β) σύρω με άνιση δύναμη 2. μτφ. συνοδοιπορώ με κάποιον που δεν μού ταιριάζει («μὴ γίνεσθε ἑτεροζυγοῡντες ἀπίστοις» μη… … Dictionary of Greek